- ὑπερέχοντας
- ὑπερέχωhold overpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κολακικός — κολακικός, ή, όν (Α) [κόλαξ] 1. κολακευτικός («πρὸς μὲν τοὺς ταπεινοτέρους τολμηρότατος, πρὸς δὲ τοὺς ὑπερέχοντας κολακικώτατος», Πολ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κολακική (ενν. τέχνη) η κολακεία. επίρρ... κολακικώς (AM) κολακευτικώς … Dictionary of Greek
ομαλύνω — (Α ὁμαλύνω) καθιστώ κάτι ομαλό, επίπεδο, ισιώνω («ἀφαιροῡντα δὲ τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων ὁμαλῡναι τὴν ἄρουραν», Αριστοτ.) νεοελλ. εξαλείφω τις ανωμαλίες, εξομαλύνω αρχ. 1. φέρνω το σώμα στην κανονική του θερμοκρασία 2. καθιστώ κάτι κανονικό,… … Dictionary of Greek
προσεδρεύω — Α 1. κάθομαι, παραμένω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («πότερα κατ οἴκους ἢ προσεδρεύων πυρᾱ;», Ευρ.) 2. είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον, τόν προσέχω («τῇ θεραπείᾳ τοῡ θεοῡ προσεδρεύειν», Ιώσ.) 3. βρίσκομαι στο πλευρό κάποιου, τόν φροντίζω 4. μένω… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek